- καλυπτήρ,-ῆρος
- ὁ N 3 3-0-0-0-0=3 Ex 27,3; Nm 4,13.14coveringCf. DORIVAL 1994, 120; LE BOULLUEC 1989 275(Ex 27,3); WEVERS 1990 432(Ex 27,3)
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
καλυπτήρας — ο (Α καλυπτήρ, ῆρος) [καλύπτω] το μέσο με το οποίο καλύπτεται κάτι, κάλυμμα, σκέπασμα αρχ. 1. περίβλημα, περικάλυμμα, περιτύλιγμα 2. επικάλυμμα, επίθεμα, πώμα («ἐπάνω δὲ τῆς θήκης ἐπετίθετο καλυπτὴρ χρυσοῦς», Διόδ.) 3. θήκη, θηκάρι 4. στον πληθ.… … Dictionary of Greek